επίκαυση

επίκαυση
η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω]
το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα
νεοελλ.
1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη γραμμή, που γίνεται για να καταστραφούν τα σκουλήκια και άλλα ζωύφια τού ξύλου
2. η αποξήρανση τμημάτων τών φύλλων τού αμπελιού από καύσωνα
αρχ.
1. (για τον ήλιο) καψάλισμα
2. φλόγωση, πύρωση τού σιταριού
3. επίκαυμα*, πληγή τού κερατοειδούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπικαύσῃ — ἐπικαύσηι , ἐπίκαυσις burning fem dat sg (epic) ἐπικαίω light up aor subj mid 2nd sg ἐπικαίω light up aor subj act 3rd sg ἐπικαίω light up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”